- ἔπᾳσμα
- ἔπᾳσμαenchantmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] … Dictionary of Greek
ἐπᾳσμάτων — ἔπᾳσμα enchantment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπᾴσμασι — ἔπᾳσμα enchantment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπᾴσμασιν — ἔπᾳσμα enchantment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπᾴσματα — ἔπᾳσμα enchantment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)